περιπέτεια

περιπέτεια
η
1) перипетия; 2) приключение, похождение;

ερωτική περιπέτεια — короткое увлечение, любовное приключение;

3) πλ. неожиданное, непредвиденное несчастье;
4):

τυχοδιωκτική περιπέτεια — авантюра;

ρίχνομαι σε τυχοδιωκτικές περιπέτειες — пуститься в авантюры


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "περιπέτεια" в других словарях:

  • περιπετεία — περιπετείᾱ , περιπέτεια turning right about fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπετείᾳ — περιπετείᾱͅ , περιπέτεια turning right about fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπέτεια — turning right about fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπέτεια — η, ΝΑ [περιπετής] 1. απροσδόκητο και παράδοξο συμβάν που ενέχει κινδύνους και συνεπάγεται συγκινήσεις ή ταλαιπωρίες 2. (στο αρχαίο ελληνικό δράμα) αιφνίδια αναστροφή τών περιστάσεων, γύρω από την οποία περιστρέφεται πλέον η πλοκή, όπως λ.χ. η… …   Dictionary of Greek

  • περιπέτεια — η 1. ξαφνικό γεγονός με πιθανούς κινδύνους και ταλαιπωρίες: Είχαμε περιπέτειες στο ταξίδι. 2. ταλαιπωρία και δυσκολία στη ζωή (συνήθ. πληθ.): Η ζωή μου είναι γεμάτη από περιπέτειες. 3. ερωτικός δεσμός σύντομος, μικρής διάρκειας: Το κορίτσι είχε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιπετείας — περιπετείᾱς , περιπέτεια turning right about fem acc pl περιπετείᾱς , περιπέτεια turning right about fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Перипетия — (περιπετεια переворот) термин греческой поэтики: внезапная перемена в судьбе героя поэтического произведения, особенно трагедии. Противополагая сложный сюжет драмы простому, Аристотель считает необходимым элементом первого П., определяя ее, как… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • περιπετειῶν — περιπέτεια turning right about fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπετείαις — περιπέτεια turning right about fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπέτειαι — περιπέτεια turning right about fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπέτειαν — περιπέτεια turning right about fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»